μεθυσοκότταβος

μεθυσοκότταβος
μεθυσοκότταβος, -ον (Α)
αυτός που μεθοκοπάει κατά το παιχνίδι τού κοττάβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + κότταβος «είδος παιχνιδιού» (πρβλ. ψηλαφησι-κότταβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεθυσοκότταβος — drunk with cottabus playing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυσοκότταβοι — μεθυσοκότταβος drunk with cottabus playing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”